Scintillate - ορισμός. Τι είναι το Scintillate
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι Scintillate - ορισμός

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Scintillation (disambiguation); Scintillate; Scintillations; Scintillating; Scintillating (disambiguation)

scintillate         
v. n.
1.
Sparkle, twinkle, coruscate.
2.
Emit sparks.
scintillate         
['s?nt?le?t]
¦ verb emit flashes of light; sparkle.
?Physics fluoresce momentarily when struck by a charged particle or photon.
Derivatives
scintillant adjective &noun
Origin
C17: from L. scintillat-, scintillare 'to sparkle', from scintilla 'spark'.
Scintillate         
·vi To sparkle, as the fixed stars.
II. Scintillate ·vi To emit sparks, or fine igneous particles.

Βικιπαίδεια

Scintillation

Scintillation can refer to:

  • Scintillation (astronomy), atmospheric effects which influence astronomical observations
  • Interplanetary scintillation, fluctuations of radio waves caused by the solar wind
  • Scintillation (physics), a flash of light produced in certain materials when they absorb ionizing radiation
  • Scintillation (radar), an apparent rapid target displacement occurring on radar displays
  • Scintillation (medicine), a rapidly oscillating pattern of visual distortions, often associated with migraine aura
  • Scintillation counter, a device that measures ionizing radiation
  • Scintillating grid illusion, an image in which compounded color contrasts cause an optical illusion of visual artifacts